- λιθόστρωτα
- λιθόστρωτοςpaved with stonesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμβλημα — Όρος που στην αρχαιότητα σήμαινε τα χρυσά, αργυρά ή χάλκινα διακοσμητικά σχέδια που έφεραν τα μεταλλικά αγγεία ή τα διάφορα άλλα μεταλλικά αντικείμενα, όπως όπλα κλπ. Επίσης ο όρος αφορούσε τα διάφορα ξύλινα ποικίλματα που προσαρμόζονταν στην… … Dictionary of Greek
διατηρητέα κτίρια — Μεμονωμένα κτίρια ή συγκροτήματα ή τμήματα κτιρίων και στοιχεία του χώρου που τα περιβάλλει, αλλά και στοιχεία του φυσικού ή και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, όπως αυλές, κήποι, θύρες και κρήνες, καθώς και μεμονωμένα στοιχεία πολεοδομικού… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek